- πωτήεις
- πωτήειςflyingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πωτήεις — εσσα, εν, ΜΑ 1. αυτός που πετάει, ο ιπτάμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πωτ τού πωτῶμαι + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek
πωτήεντα — πωτήεις flying neut nom/voc/acc pl πωτήεις flying masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωτήεντι — πωτήεις flying masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωτήεσσα — πωτήεις flying fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)